1 ἐξάνειμι
Ἑλλάδος A.
αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα
Id.
ἄγρης h.Pan.15
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάνειμι